Ο απλός τρόπος για να μεταφράσει τις λέξεις.
Πολλά λεξικά και μια πολύ μεγάλη βάση δεδομένων των λέξεων.
Λεξικό: | αγγλικά |
![]() |
Μεταφράσεις: | horde, host, swarm, throng, crowd, squeeze, multitude, plurality, set, aggregate, deal, flood, heap, mass, plenty, cram, hustle, jam, piston, press, squash, concourse, flock, mob, populace, shoal | |
πλήθος στα αγγλικά » | ||
|
Λεξικό: | τσεχική |
Μεταφράσεις: | dav, hromada, množství, zástup, mnohost, hmota, kupa, masa, spousta, mela, nával, píst, sběh, tlačenice, roj |
πλήθος στα τσεχική » |
Λεξικό: | γερμανικά |
Μεταφράσεις: | gedränge, heer, menge, schar, schwarm, gewimmel, menschenmenge, vielzahl, haufen, masse, unmenge, unwürdigkeit, vielseitigkeiten, drang, gewühl, kolben, menschenmasse |
πλήθος στα γερμανικά » |
Λεξικό: | δανική |
Μεταφράσεις: | mængde, opløb, pluralitet, bunke, dynge, fylde, masse, mened, mylder, størrelse, sværm, skare, stempel, ansamling, hop |
πλήθος στα δανική » |
Λεξικό: | ισπανικά |
Μεταφράσεις: | enjambre, muchedumbre, multitud, turba, pluralidad, cúmulo, montón, muchísimo, gentío, afluencia, apretura, aprieto, émbolo, pistón, hato |
πλήθος στα ισπανικά » |
Λεξικό: | γαλλικά |
Μεταφράσεις: | foule, régiment, cohue, tourbe, multiplicité, multitude, bloc, énormément, infinité, masse, quantité, tapée, tas, affluence, fusil, piston, refouloir, essaim, populo |
πλήθος στα γαλλικά » |
Λεξικό: | ιταλικά |
Μεταφράσεις: | stuolo, torma, calca, folla, turba, massa, moltitudine, pluralità, ammasso, catasta, cumulo, mole, mucchio, piena, quantità, pistone, ressa, stantuffo |
πλήθος στα ιταλικά » |
Λεξικό: | νορβηγικά |
Μεταφράσεις: | mengde, pluralitet, bunke, fylde, masse, mengd, mylder, sverm, skare, pistong, stempel, trengsel, ansamling, flokk, gjeng, hop, mobb |
πλήθος στα νορβηγικά » |
Λεξικό: | ρωσικά |
Μεταφράσεις: | полчище, толпа, туча, множество, груда, куча, рейх, давка, поршень, глуши, орава, сонм, туши |
πλήθος στα ρωσικά » |
Λεξικό: | φινλανδικά |
Μεταφράσεις: | parvi, tungos, joukko, kasa, keko, läjä, pino, hyörinä, mäntä, ihmisjoukko, lauma, liuta |
πλήθος στα φινλανδικά » |
Λεξικό: | ουγγρική |
Μεταφράσεις: | raj, halmaz, tömeg, mennyiség, nagyon, dugattyú, tolongás, néptömeg, sokaság |
πλήθος στα ουγγρική » |
Λεξικό: | πολωνική |
Μεταφράσεις: | chmara, ciżba, mnogość, mnóstwo, rzesza, tłok, tłum |
πλήθος στα πολωνική » |
Λεξικό: | λευκορωσίας |
Μεταφράσεις: | гурт, натоўп, безліч, шмат |
πλήθος στα λευκορωσίας » |
Λεξικό: | κροατικά |
Μεταφράσεις: | gužva |
πλήθος στα κροατικά » |
Λεξικό: | λιθουανική |
Μεταφράσεις: | daugybė, minia, krūva, rietuvė, šūsnis, stūmoklis |
πλήθος στα λιθουανική » |
Λεξικό: | πορτογαλικά |
Μεταφράσεις: | acervo, multidão, multita, pila, pilha, populacho, turba, acumulais, cúmulo, rosário, ruma, chusma, montão, embolo, pistão |
πλήθος στα πορτογαλικά » |
Λεξικό: | ουκρανικά |
Μεταφράσεις: | безліч, виводок, виховати, виховувати, гармидер, господар, готувати, гуманність, гурт, жарт, збирання, збиратися, збір, зграя, інкасація, колекція, множина, натовп, поїзд, поразка, послідовність, поштовх, приголомшити, приголомшувати, пушинка, рій, роздумувати, розплющити, розплющувати, струс, табун, тренувати, удар, хабар, хазяїн, шок, шокувати, юрба, юрбитися, юрма, армія, більшість, військо, гірський, гора, дзьобати, достаток, легіон, лот, маса, масовий, множинність, множину, океан, пліт, плюралізм, пором, різновид, різноманітність, розмаїтість, сумісництво, численність, людство, маршрут |
πλήθος στα ουκρανικά » |
Λεξικό: | σουηδικά |
Μεταφράσεις: | pluralitet, mängd, svärm, skare, pistong, ansamling, folkmängd, hop, menade, mobb |
πλήθος στα σουηδικά » |
Λεξικό: | βουλγαρικά |
Μεταφράσεις: | множество, бутало, тълпа |
πλήθος στα βουλγαρικά » |
Λεξικό: | ρουμανική |
Μεταφράσεις: | morman |
πλήθος στα ρουμανική » |
Λεξικό: | σλοβακική |
Μεταφράσεις: | veľa, piest |
πλήθος στα σλοβακική » |
Λεξικό: | εσθονική |
Μεταφράσεις: | kolb |
πλήθος στα εσθονική » |
πλήθος κλίση, πλήθος συνώνυμα, πλήθος πιστωτικών τιμολογίων παρακρατήσεων, πλήθος τούρκων στην κωνσταντινούπολη τα βάζουν με έλληνα, πλήθος τούρκων στην κωνσταντινούπολη τα βάζουν με έλληνα ο οποίος τύγχανε να είναι μποξέρ, πλήθος ομορριζα, πλήθος προσόψεων, πλήθος english
πολύτιμος κέικ έκζεμα δοκίμιο γίδα καμπύλη μουρμουρίζω πακέτο βοσκός δαχτυλίδι τροφοδοτώ απειλή σταχτοδοχείο πραγματικός αποτελεσματικός δικάζω ζαφείρι κηροπήγιο ίδρυμα χαμογελώ
lexiko24.com σας επιτρέπει να μεταφράσετε χιλιάδες λέξεις σε πολλές γλώσσες.
Εισάγετε τη λέξη, επιλέξτε το λεξικό και μετάφραση για δωρεάν, σε κάθε τόπο και χρόνο. Δοκιμάστε λεξικό μας σε απευθείας σύνδεση και να δούμε πόσο εύκολο είναι. ξεχάστε τα προβλήματα με τη μετάφραση στη δουλειά ή στο σχολείο!